- τρεψίχρως
- -ωτος, ὁ, ἡ, Α(για ένα είδος πολύποδα) αυτός που μεταβάλλει το χρώμα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέψις + χρώς, χρωτός, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) «χρώμα, επιδερμίδα» (πρβλ. θρυψί-χρως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.